- ποκύφος
- ποκύφος [pron. full] [ῠ], ὁ,A = ἐριοϋφάντης, PTeb.5.170 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποκύφος — ὁ, Α εριοϋφάντης, υφαντής μάλλινων υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόκαι + υφος (< ὑφαίνω), πρβλ. ταπίδ υφος] … Dictionary of Greek